- ἀμούσωτος
- ἀμούσ-ωτος, ον,A = ἄμουσος, S.Fr.819.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αμούσωτος — ἀμούσωτος, ον (Α) [μουσῶ] ο άμουσος … Dictionary of Greek
ἀμούσωτος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμουσος — η, ο (AM ἄμουσος, ον) αυτός που δεν έχει μουσικό αίσθημα, ο αφιλόμουσος αρχ. 1. ο δίχως αίσθηση ή αγάπη για τις τέχνες, απαίδευτος, αμόρφωτος, άξεστος 2. αγενής, άσεμνος, χυδαίος 3. (για ήχους) ο μη αρμονικός, ο παράφωνος 4. (απρόσωπη φράση)… … Dictionary of Greek